- κοσμαγάπητος
- -η, -οαυτός που αγαπιέται από τον κόσμο, λαοφιλής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κοσμαγάπητος — η, ο αυτός που τόν αγαπά ο κόσμος, δημοφιλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + αγαπητός. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
κοσμ(ο)- — (ΑM κοσμ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που δηλώνει: 1. το σύνολο τών ανθρώπων, την οικουμένη (πρβλ. κοσμοκράτης, κοσμοξακουσμένος): 2. την επίγεια ζωή (πρβλ. κοσμόβιος, κοσμοκαλόγερος) 3. το σύμπαν, το στερέωμα, το διάστημα (πρβλ.… … Dictionary of Greek
κοσμοπόθητος — η, ο (ΑM κοσμοπόθητος, ον) αυτός που ποθείται από τον κόσμο, πολύ αγαπητός, κοσμαγάπητος … Dictionary of Greek
κοσμοφιλής — κοσμοφιλής, ές (Μ) κοσμαγάπητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + φιλής (< φιλώ, κατά το σχήμα αλγείν: αλγής (< άλγος, το) και φιλέιν: φιλής (χωρίς να υπάρχει φίλος, το), πρβλ. δημο φιλής, θεο φιλής] … Dictionary of Greek